ἀνθρωποποιός — making men masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθρωποποιόν — ἀνθρωποποιός making men masc/fem acc sg ἀνθρωποποιός making men neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek
άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… … Dictionary of Greek
ՄԱՐԴԱՐԱՐ — (ի.) NBH 2 0222 Chronological Sequence: 13c ա.գ. ἁνθρωποποιός hominum factor. Արարիչն մարդոյ (աստուած). *Ի սմանէ ճանաչի մարդարարն անխծբծելի. Վրդն. ծն … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ἀνθρωποποιοῦ — ἀ̱νθρωποποιοῦ , ἀνθρωποποιέω make imperf ind mp 2nd sg (attic doric aeolic) ἀνθρωποποιέω make pres imperat mp 2nd sg (attic) ἀνθρωποποιέω make imperf ind mp 2nd sg (attic doric aeolic) ἀνθρωποποιός making men masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)